-
1 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
2 δίδωμι
δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτ(ε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκε(ν), ἔδωκε(ν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)1 giveσυμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63
θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.21 “ ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32
νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14
πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20
Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17
μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offerοὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117
followed by an inf. of purpose:ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33
“ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” P. 4.115ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222
Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41
2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι” O. 1.85εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42
τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53
ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4
3 deliver up, give over toὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60
καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.ἀποδίδωμι P. 4.67
τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.ἐπιδίδωμι P. 5.124
-
3 θήρ
1 (wild) creatureὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας P. 9.22
“ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” P. 9.58ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (Heyne: θηρᾶν codd.) <*>. 4. 46. “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48 “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” i. e. the sea-anemone, cf. Theogn. 215. fr. 43. 1. ]ι θῄρ μ[ Πα. 7C. a. 5. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 2. -
4 φόβος
1 fearὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
] νόρουσε περὶ φόβῳ (sc. Ἀλκμήνα) Pae. 20.15 pl., panicsἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
-
5 ὄφρα
ὄφρα final conj.,1 in order that.a c. subj.ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.23
κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω O. 7.14
ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς O. 14.22
λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.2
“Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶται” P. 4.92 στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.9 ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.b c. opt.ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218
ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62
παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.59
ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский